φιλοποιῶ

φιλοποιῶ
φιλοποιέω
make a friend of
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
φιλοποιέω
make a friend of
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
φιλοποιός
making friends
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοποιώ — έω, Α [φιλοποιός] 1. κάνω κάποιον φίλο 2. μέσ. φιλοποιοῡμαι, έομαι παίρνω κάποιον με το μέρος μου («καὶ φιλοποιησάμενος παντὶ τρόπῳ τοὺς παροικοῡντας τὸν ποταμόν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλοποιῷ — φιλοποιός making friends masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • φιλοποίησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [φιλοποιῶ] η απόκτηση φίλων …   Dictionary of Greek

  • φιλοποιητικός — ή, όν, Α [φιλοποιῶ] αυτός που κάνει εύκολα φίλους. επίρρ... φιλοποιητικῶς Α κατά τρόπο φιλοποιητικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”